- μάξιμουμ
- τοτο μέγιστο, το ανώτατο όριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. maximum «μέγιστο», υπερθ. τού επιθ. magnus].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάξιμουμ — το άκλ. (λ. λατ.), το ανώτατο, αυτό που αγγίζει το μέγιστο όριο (αντίθ. μίνιμουμ, το) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλαφόν — το, Ν άκλ. το μέγιστο ανώτατο όριο, το σημείο το οποίο δεν μπορεί να ξεπεραστεί, αλλ. μάξιμουμ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. plafond «οροφή» < plat «επίπεδο» + fond «βάθος»] … Dictionary of Greek